Η αναδιοργάνωση των σπουδών Αρχιτεκτονικής στο πλαίσιο της Σχολής Βιομηχανικών Τεχνών
Από τότε που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Πολυτεχνείου ο Δημήτριος Σκαλιστήρης (1864-1873) οι σπουδές αρχιτεκτονικής αποκτούν μια πιο συγκεκριμένη μορφή, για να συγκροτηθούν σ' ένα πληρέστερο πρόγραμμα μαθημάτων κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα. Πάντως, ως την εποχή που ιδρύθηκε η Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων (1916-1917), τα αρχιτεκτονικά μαθήματα υπάγονται στο πλαίσιο της διδασκαλίας της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών.
Η αλλαγή επήλθε σταδιακά από το τέλος της δεκαετίας του 1860, όταν τη στελέχωση του Πολυτεχνείου ανέλαβαν έμπειροι μηχανικοί, προερχόμενοι είτε από τον κλάδο Μηχανικού της Σχολής Ευελπίδων, όπου διδασκόταν στοιχειωδώς η αρχιτεκτονική, είτε από Σχολές του εξωτερικού -όπως η περίφημη "Ecole des Pontes et Chausses" του Παρισιού.
Οι περισσότεροι από τους καθηγητές (αναφέρονται ενδεικτικά οι Γεράσιμος Μεταξάς, Ιωάννης Σέχος, Ερνέστος Τσίλλερ, Ιωάννης Κολλινιάτης, Αναστάσιος Θεοφιλάς, Ιωάννης Λαζαρίμος) είχαν επιπλέον στο ενεργητικό τους πολύ πλούσιο έργο στην ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας. Η αρχιτεκτονική διδασκαλία έδινε έμφαση στους "αρχαϊκούς ρυθμούς" (ελληνικά κλασσικά και ρωμαϊκά πρότυπα) και στην αναγεννησιακή μορφολογία. Η κυριότερη όμως μεταβολή σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο ήταν ότι το καλλιτεχνικό κλίμα υποχωρούσε σημαντικά (εξ άλλου, η Σχολή Καλών Τεχνών αυτονομείται οριστικά το 1910), προς όφελος της πρακτικής διδασκαλίας των οικοδομικών εφαρμογών, που περιελάμβανε τα παραδοσιακά τεχνικά συστήματα και απευθυνόταν σε αρχιτέκτονες και πολιτικούς μηχανικούς.
Η μεταρρύθμιση του 1887, επί διευθύνσεως Αν. Θεοφιλά, οπότε το Πολυτεχνείο απέκτησε περισσότερο τεχνική κατεύθυνση, ως "Σχολείον των Βιομηχάνων Τεχνών", δεν επέφερε ουσιαστικές μεταβολές στο περιεχόμενο των σπουδών. Όμως, αφ' ενός η ανάπτυξη του τεχνικού κλάδου και αφ' ετέρου η επιτεινόμενη σύγχυση ως προς το γνωστικό αντικείμενο των σπουδών στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, ανέδειξαν το πρόβλημα της αυτοδύναμης διδασκαλίας των αρχιτεκτονικών μαθημάτων και τελικά, την ανάγκη ύπαρξης ξεχωριστής Αρχιτεκτονικής Σχολής μέσα στα πλαίσια του "Σχολείου Βιομηχάνων Τεχνών".