Ενεργοποίηση του λανθάνοντος τοπιακού δυναμικού: Επέμβαση στους λόφους Ελικώνος και Παιδιού στην Άνω Κυψέλη
Αντικείμενο της εργασίας αυτής αποτελεί η επέμβαση στο χώρο των Λόφων Ελικώνος και Παιδιού, με στόχο την ανάδειξη της τοπιακής και περιβαλλοντικής τους αξίας. Ο χώρος αυτός αποτελεί δείγμα ένος ευρύτερου τοπιακού δυναμικού, που προκύπτει από το έντονο ανάγλυφο της Αττικής, και ασφυκτιά στην πυκνοδομημένη πόλη, παραμένοντας λανθάνον και απρόσιτο. Πρόκειται για μία συνθήκη όπου το ανθρωπογενές με το φυσικό βρίσκονται σε μία διαρκή όσμωση και αλληλεπίδραση, με το πρώτο -στην συνεχή εξάπλωσή του- να τείνει να εξαλείψει το δεύτερο. Τα όρια των λόφων με το αστικό περιβάλλον παραμένουν ασαφή και οι προσβάσεις σχεδόν αδύνατες. Προσπαθούμε στα πλαίσια αυτής της εργασίας να διαχειριστούμε τη διττή φυσιογνωμία του χώρου, μετατρέποντάς την σε λειτουργική, και να δημιουργήσουμε τις αφορμές εκείνες που θα τον κάνουν να λειτουργήσει ως ισάξιο «θετικό» κομμάτι στο σώμα της πόλης. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη οι ιδιαιτερότητες του αττικού τοπίου να διατηρηθούν, όχι μόνο ως ταυτότητα του τόπου αλλά και ως εξάρσεις-σημεία θέασης της ίδιας της πόλης. Τέλος κρίνεται εξαιρετικά σημαντική η ενίσχυση του ρόλου του χώρου ως σημαντικού πυρήνα πρασίνου σε μία περιοχή της πόλης όπου οι φυτεμένες επιφάνειες είναι ιδιαίτερα περιορισμένες.
Η πρόταση αρθρώνεται μέσα από σειρά επεμβάσεων τοπιακού χαρακτήρα (διαμορφώσεις εδάφους, φύτευση, ελαφρές κατασκευές) και αστικού σχεδιασμού(διαμορφώσεις πεζοδρομίων-πεζοδρόμων, ενίσχυση αστικής φύτευσης). Κεντρικό μεθοδολογικό εργαλείο του σχεδιασμού αποτέλεσε η συνθετική χρήση της φύτευσης. Ο ήπιος και αναστρέψιμος χαρακτήρας των επεμβάσεων κρίθηκε εξ αρχής καίριος.